
Μεσ' την ανυπαρξία μου,
κουρδίζω τις χορδές του νοητού βιολιού μου.
Κουράζω το μυαλό μου στην προσπάθεια να υφάνω μια μελωδία,
να πλέξω μια μπαλάντα.
Πού να βρω χρώματα να ζωγραφίσω το μεγαλείο σου..
Πού να βρω στίχο, να χωρέσει η ύπαρξη σου..
Τέτοιες στιγμές, νιώθω τη φτώχεια μου κι ελπίζω στο αύριο μου.

Είναι εκείνες οι στιγμές σου, που δε φτάνεις
που δεν αρκείσαι σε όλα όσα κάνεις.
Είναι εκείνες οι στιγμές σου που πεθαίνεις
τότε που είσαι μακρυά και όμως μένεις.
Είναι εκείνες οι σιωπές που σε τρελαίνουν
που στο άκουσμα τους, νομίζεις θα χαθείς.
Είναι εκείνες οι κραυγές που σου ληστεύουν
τα φυλαγμένα φτερουγίσματα ψυχής.
Είναι ο φόβος για το αύριο που ζηγώνει,
είναι ένα βλέμμα, που το χρόνο σου τελειώνει,
είναι ο μύθος που βγαίνει απ' την αλήθεια σου,
είναι ένας στίχος που γίνεται συνήθεια σου.